ποτιτρόπαιος

ποτιτρόπαιος
-ον, Α
(δωρ. τ.) προστρόπαιος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + -τρόπαιος (< -τροπή < τροπή), πρβλ. απο-τρόπαιος, προσ-τρόπαιος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτιτρόπαιος — masc/fem nom sg προστρόπαιος turning oneself towards masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιτρόπαιον — ποτιτρόπαιος masc/fem acc sg ποτιτρόπαιος neut nom/voc/acc sg προστρόπαιος turning oneself towards masc/fem acc sg (doric) προστρόπαιος turning oneself towards neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”